αποστήριγμα

αποστήριγμα
ἀποστήριγμα, το (Α)
1. υποστήριγμα
2. μετατόπιση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποστήριγμα — stay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηριγμάτων — ἀποστήριγμα stay neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίγματα — ἀποστήριγμα stay neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίγματος — ἀποστήριγμα stay neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”